Grandma's Oblivion
Η ληθη ηρθε να παρει τισ αναμνησεισ της γιαγιας
2016
This Translation
The translator of young adult fiction faces the same challenge as the author: creating a composition that is at once both approachable and dynamic. Here, I tried to mimic the author’s use of an adolescent voice and a varied vocabulary.
Yiayia, what’s oblivion?
-“Yiayia, what’s oblivion?”
-“Oblivion is forgetting.”
-“And what’s forgetting?”
-“It’s when you can’t remember someone, or something!”
-“Ah ha!” shouted Phaethon. He was five years old.
Time passed, and Phaethon grew older. A teenager now, he saw his grandmother getting older too, and he watched her fall into forgetting, into Oblivion. He simply couldn’t take it— he wanted his grandmother back! He wanted yiayia the way she’d been, the way he’d always known her. He wanted a grandmother with an open mind, who was friendly and brave and unshakeable and smart and active! A grandmother whose presence in his life was so important, who offered him love and safety and courage. A grandmother who cared for him calmly and with patience, without pressure. A grandmother who had taught him about his roots, about the past, about life.
But, let’s take things from the top…
Oblivion comes to visit
Oblivion came over suddenly one day, breaking into the house entirely unexpected.
The thief Oblivion had come for my yiayia. It wanted to take her memories, her feelings and life experience, and throw them into the eternal darkness of forgetting.
It was a morning like any other. I got ready for school with the same identical routine as always, and when I finished I went to my yiayia’s in-home studio to give her the first kiss of the day, just like I’d done every day for years, even when she was sleeping.
When I opened the door I heard my yiayia shouting in fear: “HEEEY!! Who’s there?! Who are you?! What did you come here to do?!”
I approached calmly, “It’s Phaethon, Yiayia, it’s me! Who’d you think it was? And why are you up so early, were you dreaming?”
She looked at me suspiciously, with crooked eyes and a face still half-buried in sheets. Lifting herself up, she stretched her head forward and peered at me again, but as if for the first time. I peered back, trying to figure what in the world was happening. We sat like that for a while, staring at each other, until my grandma suddenly exclaimed:
“Oh, my boy, how are you? Where are you off to? Why are you up so early?”
I was in shock. What was going on? Didn’t yiayia know that every morning after I got ready for school I came up to say hi? I ran downstairs to tell my mom what was happening.
“Mom! Something is wrong with yiayia!” I shouted, turning and running back up the stairs as fast as I could.
By the time my mom burst through the door, my yiayia had already turned on her side and was either sleeping or pretending to. We let it go, figuring the whole thing was just some random episode. It wasn’t until later—much later—that I realized that was the day thieving Oblivion had come for my grandma…
Τι είναι γιαγιά η λήθη;
-Τι είναι γιαγιά η λήθη;
-Είναι η λησμονιά…
-Και τι είναι η λησμονιά;
-Είναι όταν κάποιος ξεχάσει κάτι ή κάποιον! –
-Άαα! αναφώνησε ο Φαέθοντας κι ήταν τότε μόλις πέντε χρονών.
Τα χρόνια πέρασαν…
Και μεγάλωσε ο Φαέθοντας, κι έγινε έφηβος, κι είδε τη γιαγιά να μεγαλώνει κι αυτή και να πέφτει σε βαθειά λήθη, σε λησμονιά! Και δεν μπορούσε να το αποδεχτεί ο Φαέθοντας. Ήθελε τη γιαγιά του πίσω! Έτσι όπως ήταν, έτσι όπως την ήξερε. Μια γιαγιά με ανοικτό μυαλό, κοινωνική, γενναία, ατρόμητη, έξυπνη, δραστήρια. Μια γιαγιά που η παρουσία της στη ζωή του ήταν σημαντικότατη, που του πρόσφερε αγάπη, ασφάλεια και σιγουριά. Μια γιαγιά που ασχολιόταν μαζί του με ηρεμία και υπομονή, χωρίς να βιάζεται, που τον βοηθούσε να μάθει για τις ρίζες του, για το παρελθόν του κόσμου και της ζωής.
Αλλά ας αρχίσομε την ιστορία μας από την αρχή…
Η επίσκεψη της Λήθης στο σπίτι μας
Η Λήθη πέρασε μια μέρα ξαφνικά από το σπίτι μας και μπήκε μέσα, χωρίς κανείς να την περιμένει.
Η κλέφτρα Λήθη είχε έρθει για τη γιαγιά μου. Ήθελε να πάρει τις αναμνήσεις της, τα συναισθήματά της και μαζί τις γνώσεις της για τη ζωή, και να τη ρίξει στης λησμονιάς το αιώνιο σκοτάδι.
Ήταν ένα πρωινό όπως τόσα άλλα. Ετοιμαζόμουν για να πάω στο σχολείο. Οι κινήσεις ίδιες κι απαράλλακτες όπως κάθε πρωί. Όταν ετοιμάστηκα πήγα στο ατελιέ της γιαγιάς για να της δώσω το πρώτο φιλί της ημέρας, όπως έκανα εδώ και χρόνια, έστω κι αν εκείνη κοιμόταν. Καθώς άνοιγα την πόρτα άκουσα τη γιαγιά να φωνάζει έντρομη κοιτάζοντάς με:
-Εεε! Ποιος είσαι; Ποιος είσαι; Τι ήρθες να κάνεις εδώ;
Την πλησίασα ήρεμα και της είπα:
-Ο Φαέθοντας είμαι γιαγιάκα, ο Φαέθοντας! Ποιος νόμιζες ότι ήμουν; Μα γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς; Όνειρο έβλεπες;
Η γιαγιά με κοίταξε καχύποπτα με λοξό βλέμμα και μισοσκεπασμένο πρόσωπο. Μετά ανασηκώθηκε, τέντωσε το κεφάλι και με ξανακοίταξε… σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. Την κοίταξα κι εγώ στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε. Μείναμε να κοιταζόμαστε έτσι κάμποση ώρα.
Μετά η γιαγιά φώναξε:
-Έλα παιδί μου, εσύ είσαι; Πού πας; Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;
Έμεινα έκπληκτος. Τι συνέβαινε στη γιαγιά; Δεν ήξερε ότι κάθε πρωί ετοιμαζόμουν για να πάω στο σχολείο; Δεν ήξερε ότι κάθε πρωί ανέβαινα στο σπίτι της για να τη χαιρετήσω; Κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και πήγα να το πω στη μητέρα μου.
-Μαμάαα! κάτι έχει πάθει η γιαγιά! φώναξα και ξαναγύρισα γρήγορα πίσω στη γιαγιά μου.
Η μαμά έτρεξε στο δωμάτιο, αλλά η γιαγιά είχε γυρίσει πλευρό και κοιμόταν ή έκανε ότι κοιμόταν. Δεν δώσαμε συνέχεια στο συμβάν. Το θεωρήσαμε ένα τυχαίο γεγονός. Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα εγώ, ότι η κλέφτρα Λήθη είχε έρθει εκείνη τη μέρα για τη γιαγιά μου…